Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ χρώμενοι

См. также в других словарях:

  • χρώμενοι — χράομαι abuse pres part mp masc nom/voc pl (attic) χράομαι abuse pres part mp masc nom/voc pl (ionic) χράω 1 fall upon pres part mp masc nom/voc pl χράω 2 proclaim pres part mp masc nom/voc pl (attic) χράω 2 proclaim pres part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EPHESTRIS — Graece Ε᾿φεςτρίς, vestimentum fuit militare Chlamys, Lacerna. Hesych. Ε᾿φεςτρὶς χλαμὺς. Ε᾿φεςτρίδες τα ἐπιβλήματα, quod reliquis vestibus, inicerentur, Athen. l. 3. καὶ την` Ε᾿φεςτρίδα την` ἄχρηςτον, Lacernam quam nondum indui. Herodian. l. 7. de …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EXORCISTA — inter 7 gradus Ecclesiae, ab Hieronymo recitatos locum non habet; ab inferioribus tertius numeratur, hoc ordine: Ostiarius, Lector, Exorcista, Acolythus Subdiaconus, Presbyter. Exorcistarum tamen meminit Hieronym. Comm. in Matth. c. 12. v. 27.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLOSTELLUM Poenicum — apud Varronem de Re Rust. l. 1. c. 52. tamquam a Poenis inventum, qui ex Chananaea venerant, plaustrum erat rotis instructum, quô ad triturandum olim in Hispania citeriore alibique utebantur. Factum id fuit ex assibus seu asseribus dentatis, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… …   Dictionary of Greek

  • περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»